απομονωτικός

απομονωτικός
-ή, -ό
σχετικός με την απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομόνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 από τον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απομονωτικός — ή, ό κατάλληλος ή ικανός να απομονώνει: Ο απομονωτικός θάλαμος δεν ήταν σε καλή κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλέρημος, -η — ο αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά, την απομόνωση, ακοινώνητος, απομονωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”